- ἀγριώδης
- ἀγριώδηςof wild naturemasc/fem acc pl (attic epic doric)ἀγριώδηςof wild naturemasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)ἀγριώδηςof wild naturemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγριώδης — ἀγριώδης, ες (Α) [ἄγριος] αυτός που έχει άγρια φύση ή χαρακτήρα, ανήμερος, άγριος … Dictionary of Greek
ἀγριῶδες — ἀγριώδης of wild nature masc/fem voc sg ἀγριώδης of wild nature neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek